- μοιχευόμενος
- μοιχεύωcommit adultery withpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιχευτός — μοιχευτός, ή, όν (ΑΜ) [μοιχεύω] μοιχικός, μοιχευόμενος … Dictionary of Greek